in , , ,

Σσσσ….η πολη ξυπνά

Ξημέρωμα στο Μαντράκι. Η πόλη ξυπνά κι είναι καλυμμένη μ’ ένα παχύ στρώμα υγρασίας. Οι πρώτοι εργάτες ξεκινούν για τη δουλειά τους με τις τραγιάσκες τους κατεβασμένες μέχρι τα αυτιά.
Ανάμεσα τους καλοντυμένοι επιχειρηματίες τρέχουν βιαστικοί και κυρίες της καλής κοινωνίας σουλατσάρουν κάνοντας τα πρώτα ψώνια της ημέρας.

Εν τω μεταξύ στην οικία της Μαρίκας Κορλεονάκη σύσσωμη η οικογένεια ετοιμάζεται να πάρει το πρωινό της.

 Έτσι προστάζει η αρχηγός της οικογένειας… Και όλοι πάντα υπακούουν. Στο τραπέζι κάθονταν οι τρεις γιοι της, ο Μενέλαος το ανθρωπάκι που αναγκαζόταν να αποκαλεί σύζυγό της κι ο αγαπημένος της αδερφός, το άτομο που εμπιστευόταν περισσότερο στη ζωή της, δεξί της χέρι και υπαρχηγός της οργάνωσης.
Ο Μανούσος, ψηλός, γοητευτικός, με άριστη σιλουέτα καθώς αθλούνταν συστηματικά κάνοντας ιππασία και παίζοντας γκόλφ. Διαβασμένος και κοσμογυρισμένος, χρησιμοποιούσε τις εμπειρίες και τις γνωριμίες του προς όφελος της οικογενειακής επιχείρησης.

Οι τρεις γιοι; Ιδιαίτερες προσωπικότητες ο καθένας, σα να μην γεννήθηκαν από την ίδια μάνα. Ο μεγαλύτερος ο Λάζαρος, συνεσταλμένος, δειλός, βρίσκει παρηγοριά στη θρησκεία, εύκολα χειραγωγήσιμος ακολουθεί πιστά τις προσταγές της οικογένειας. Σε αντίθεση με το Βενιαμίν που κάνει πάντα αισθητή την παρουσία του. Ο Μεμάς είναι φωνακλάς, αθυρόστομος, με άγρια ένστικτα από μικρός, είναι εξαιρετικά χρήσιμος στις επαγγελματικές δραστηριότητες της οικογένειας.

 Η αδυναμία της Μαρίκας, όμως ήταν ο μεσαίος της, ο Σήφης. Ο πιο όμορφος από τους τρεις, κοινωνικός, διπλωμάτης, με πολλές κατακτήσεις στο αντίθετο φύλο, ήξερε να τραβάει την προσοχή.
Μια μόνο θέση στο τραπέζι είναι άδεια όπως κάθε φορά άλλωστε. Αυτή της Δόμνας Κορλεονάκη, της μοναχοκόρης της οικογένειας. Πνεύμα ανήσυχο και αντισυμβατικό αργούσε επιδεικτικά κάθε φορά στα γεύματα της φαμίλιας. Η υπεροψία και η απάθεια της προκαλούσαν την δυσαρέσκεια όλων και ιδιαίτερα της μητέρας της.

«Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο ας πάρουμε επιτέλους το πρωινό μας! Μπορείς να σερβίρεις Κατίνα» είπε στην παραδουλεύτρα η Μαρίκα Κορλεονάκη.

Ξαφνικά μπαίνει στη σάλα η Δόμνα φυσώντας βαριεστημένα τον καπνό της. «Κατίνα, σαλαμάκι έχουμε;»…

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)